- αστερίας
- οεχινόδερμο από τα αστεροειδή, σταυρός της θάλασσας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αστερίας — Κοινή ονομασία των εχινοδέρμων που ανήκουν στην ομοταξία των αστεροειδών, που ονομάστηκαν έτσι λόγω της χαρακτηριστικής αστεροειδούς μορφής τους. Χωρίζονται σε δύο τάξεις: τους φανεροζωνίδες, των οποίων οι βραχίονες είναι μακροί και ο σωματικός… … Dictionary of Greek
ἀστερίας — ἀστερίᾱς , ἀστέριος starred fem acc pl ἀστερίᾱς , ἀστέριος starred fem gen sg (attic doric aeolic) ἀστερίᾱς , ἀστερίας starred masc acc pl ἀστερίᾱς , ἀστερίας starred masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστερίας — Ἀστερίᾱς , Ἀστερίη fem acc pl Ἀστερίᾱς , Ἀστερίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερία — ἀστερίᾱ , ἀστέριος starred fem nom/voc/acc dual ἀστερίᾱ , ἀστέριος starred fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀστερίᾱ , ἀστερίας starred masc nom/voc/acc dual ἀστερίας starred masc voc sg ἀστερίᾱ , ἀστερίας starred masc voc sg (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτενόδισκος — ο ζωολ. αστερίας που συνιστά ιδιαίτερο γένος, με εξάπλωση σε ολόκληρη την υφήλιο, κν. αστερίας τής λάσπης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ctenodiscus < cten(o) (< κτεις, κτενός) + discus (< λατ. discus < δίσκος)] … Dictionary of Greek
ἀστερίαν — ἀστερίᾱν , ἀστέριος starred fem acc sg (attic doric aeolic) ἀστερίᾱν , ἀστερίας starred masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἀστερίας starred masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερίᾳ — ἀστερίᾱͅ , ἀστέριος starred fem dat sg (attic doric aeolic) ἀστερίαι , ἀστερίας starred masc nom/voc pl ἀστερίᾱͅ , ἀστερίας starred masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… … Dictionary of Greek
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek
ίδμων — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μάντης και πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία για να ερμηνεύει τους οιωνούς στους συντρόφους του. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Άβα και της Αστερίας ή της Κυρήνης. Ο Ί. ταυτίζεται επίσης με τον Θέστορα, γιο… … Dictionary of Greek